παυσικάπη

παυσικάπη
ἡ, Α
1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα
2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- τού παύω (πρβλ. παῦσις) + κάπη «σκάφη όπου τρώνε τα ζώα, φάτνη» (< κόπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παυσικάπη — projecting collar worn by slaves fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυσικάπην — παυσικάπη projecting collar worn by slaves fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAUSICAPE — Graece Παυσικάπη, erat τροχοειδὲς μηχάνημα, τῷ τραχήλῳ περιαρμοζόμενον, ὡς ἀδυνατεῖν τῷ ςτόματι τὰς χεῖρας προσάγειν, Ma china quaedam rotae similis, quae collo adaptabatur, ut eâ constrictus manus ori admovere non posset, Pollux l. 7. c. 4. Vide …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”