- παυσικάπη
- ἡ, Α1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- τού παύω (πρβλ. παῦσις) + κάπη «σκάφη όπου τρώνε τα ζώα, φάτνη» (< κόπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.